- δαψίλεια
- δαψίλεια, ἡ, Überfluß, reichlicher Vorrat; Aufwand
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δαψιλεία — δαψιλείᾱ , δαψίλεια abundance fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαψιλείᾳ — δαψιλείᾱͅ , δαψίλεια abundance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαψίλεια — abundance fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαψίλεια — η (AM δαψίλεια) [δαψιλής] αφθονία, πλούτος αρχ. 1. γενναιοδωρία 2. φρ. «δαψίλεια τύφου» υπερβολική αλαζονεία … Dictionary of Greek
δαψιλείας — δαψιλείᾱς , δαψίλεια abundance fem acc pl δαψιλείᾱς , δαψίλεια abundance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαψιλείαι — δαψιλείᾱͅ , δαψίλεια abundance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαψιλείαις — δαψίλεια abundance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαψίλειαν — δαψίλεια abundance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
обилиѥ — ОБИЛИ|Ѥ (54), ˫А с. 1.Хлеб на корню, немолоченный хлеб в снопах: даю за все за то. два села. съ ѡбильѥмь. и съ лошадьми. и съ борътью. Гр до 1270 (новг.); Того(ж) лѣ(т). наiдоша дъждеве. и поiмаша вси рли. i обили˫а и сѣна. ЛН XIII–XIV, 132… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PANATHENAEA — Erichthonius Vulcani filius Minervae festum instituit, et Α᾿θήναια vasi dicas Minervalia, vocavit. Harpocration, Η῎γαγε δὲ τὴν ἑορτὴν ὁ Ε᾿ριχθόνιος ὁ Η῾φαίςτου, καθά φασιν Ε῾λλάνικός τε καὶ Α᾿νδροτιὼν, ἑκάτερος εν πρώτῃ Α᾿τθίδος πρὸ τούτου δὲ… … Hofmann J. Lexicon universale
αμφιλάφεια — ἀμφιλάφεια και ία, η (Α) [ἀμφιλαφής] αφθονία, δαψίλεια … Dictionary of Greek